- ὑάμινος
- ὑάμινος, η, ον,A = ὕειος, ὑάμινόν τι θύειν IG12(5).647.8 (Ceos, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υάμινος — ίνη, ον, Α (σε επιγρ.) «ὕειος, ὑάμινόν τι θύειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὗς, ὑός «αγριόχοιρος»] … Dictionary of Greek